- σκίρος
- ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Ανεοελλ.(συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία τουμσν.-αρχ.(κατά το λεξ. Σούδα) «γύψος»αρχ.1. σκληρή γη καλυμμένη από θάμνους και φρύγανα2. πυρρώδης γη3. όγκος ή έλκος που έχει υποστεί σκλήρυνση4. (κατά τον Ησύχ.) «ἄλσος καὶ δρυμός».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τη συνώνυμη κατά ένα μέρος λ. σκῦρος*, από όπου και η γρφ. με φωνηεντισμό -υ-. Πιθανή είναι η σύνδεση τού τ. με το τοπωνύμιο Σκῖρον (πρβλ. σκίραφος)].
Dictionary of Greek. 2013.